Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

Αναπτήρας

Δεν ήταν ακριβός. Φθηνός θα έλεγα. Είχε ένα «ψιλομπάσταρδο» χρώμα. Κάτι μεταξύ κίτρινου, κόκκινου και καφέ.
«Πόσο έχει Παναγιώτη?», ρώτησε τον περιπτερά
«80 λεπτά», του απάντησε.
Τον πλήρωσε κι έφυγε. Πριν προλάβει να κάνει δυο βήματα τον σταμάτησα μια δεσποινίδα
«Μήπως έχετε φωτιά?».
«Δεν το πιστεύω! Μόλις αγόρασα».

Δε σταμάταγε πουθενά! Αισθανόμουν να βρίσκομαι σε μια διαρκή κίνηση. Ήταν και σκοτεινά εδώ που τα λέμε μέσα στην τσέπη του. Κατάλαβα από κάτι τηλεφωνήματα που έκανε ότι τον έλεγαν Κωστή και βιαζότανε να πάει σε κάτι γεννητούρια του κολλητού του Λεωνίδα. Με χρησιμοποίησε στο μαιευτήριο 3 ή 4 φορές. Δύο για να ανάψει τα τσιγάρα του και μία για να συγχαρεί – αστειευτεί με το φίλο του: «Αφού δεν μπορεί να έρθει έξω η μπέμπα σου φύσα εσύ για εκείνη. Έκλεισε τα εξήντα λεπτά στο μάταιο τούτο κόσμο!» και γελάσανε. Μετά με έβαλε αργά – αργά στην τσέπη του περνώντας με από τα μάτια του. Νομίζω ήταν μουσκεμένα…

Καθώς έφευγε μάλλον θα του γλίστρησα από το χέρι γιατί μετά θυμάμαι έναν πιτσιρικά να φωνάζει από πάνω μου:

«Μαμά κοίτα τι βρήκα!». «Μη Αντωνάκη! Άστο κάτω! Δε σου έχω πει να μην παίρνεις πράγματα από κάτω». Τυπική περίπτωση τετράχρονου που μόλις έχει μάθει να περπατάει και βαδίζει δίπλα στη μητέρα του. Όταν δοκίμασε η μαμά να δει αν λειτουργώ, και αφού βεβαιώθηκε ότι ήμουν σχεδόν «του κουτιού», με έβαλε στην τσάντα της. Από κει δε με έβγαλε παρά νωρίς το απόγευμα και αυτό μετά από απαιτήσεις του γιου της: «Σε είδα ότι το έβαλες στην τσάντα σου!» κλαψούριζε ο μικρός. «Εγώ το βρήκα! Είναι δικό μου!», της φώναζε. Η μητέρα προσπάθησε να τον πείσει ότι δεν με χρειάζεται και, δεν σας το κρύβω, έκανε πολύ καλή δουλειά. Στο τέλος, είχα χάσει σχεδόν όλη μου την αυτοπεποίθηση! Παρέμεινα στο σπίτι αυτό όχι γιατί μου άρεσε – μιας και ήμουνα όλο τον καιρό κρυμμένος σε ένα βάζο βγαίνοντας σπάνιες φορές είτε για να ανάψω κάποιο γκαζάκι είτε χρωματιστά κεριά – αλλά γιατί ήμουν τρόπον τινά φυλακισμένος. Ώσπου μια μέρα με χρησιμοποίησαν για άλλο λόγο. Ο γιος, που με είχε βρει, γινόταν 18 χρονών και εγώ του άναψα τα κεριά στην τούρτα του.

Ένιωσα περήφανος… Χωρίς ιδιαίτερο λόγο, η αλήθεια είναι. Την ώρα που με άφησε βουρκωμένος ο πατέρας του Αντώνη πάνω στο τραπέζι, τα μάτια του νέου μου αφεντικού με είχαν ήδη καβαντζώσει…

«Ωραίο χρωματάκι το αναπτηράκι σου Αντρέα», του είπε η φιλενάδα του η Λενιώ όταν με είδε και αμέσως με χρησιμοποίησαν για να ανάψουν τσιγάρα. Δεν σας το κρύβω η καλύτερη μου εποχή! Συνέχεια έξω, καινούρια μέρη, καινούριοι άνθρωποι καινούριες χρήσεις. Κινδύνεψα να πέσω σε θάλασσες, σε γκρεμούς, σε ποτάμια. Παραλίγο να με πατήσουν με αυτοκίνητο. Χάθηκα και κανα δυο φορές αλλά πάντα επέστρεφα στον Ανδρέα. Κάποια μέρα εκσφενδονίστηκα με μεγάλη ταχύτητα – και παρέα με κάτι βρισιές – προς το αφεντικό μου! Εκείνος με απέφυγε και αφού με έσφιξε πολύ δυνατά στη χούφτα του τον άκουσα να λέει: «Αντίο Λενιώ. Και σου αφήνω τον αναπτήρα μου που τόσο σου άρεσε…»

Με άφησε πάνω στο τραπεζάκι δίπλα από την πόρτα του σπιτιού. Δεν είχα προλάβει να συνέλθω από την τούμπα που είχα φάει και τώρα πια «φτερούγιζα» προς την εξώπορτα! «Ένας μαλάκας ήσουν!». Η πρόσκρουση ήταν ακόμα πιο βίαια και ήταν η πρώτη φορά που ανησύχησα για τη ζωή μου! Γλίτωσα με κάτι γρατζουνιές.

Μέχρι την επομένη το πρωί ήμουν δίπλα στο χαλάκι της πόρτας. Με μάζεψε η φίλη της η Λίλα. Κλαίγανε κι οι δύο. Δεν καταλάβαινα το γιατί αφού ακόμα τους άναβα τα τσιγάρα και τα κεριά τους. Μετά ήρθαν κι άλλες δυο φίλες της και πρέπει να πέρασαν καλά αφού μέχρι το βράδυ γελάγανε…

Το ίδιο βράδυ βρέθηκα στο σπίτι της Λίλας και το επόμενο πρωί στην τσέπη του πατέρα της. Καθώς πήγαινε για δουλειά με χρησιμοποίησε και καθώς με άναβε μου χάιδεψε τις προχθεσινοβράδινες γρατζουνιές. Η πέτρα μου τον δυσκόλεψε – λες να αρχίζω να πεθαίνω? – αλλά τελικά άναψε το τσιγάρο του. Με το που έφτασε στη δουλειά του ίσα που πρόλαβε να με ακουμπήσει στο γραφείο του δίπλα στα τσιγάρα του και τον έπιασε ένας πολύ έντονος βήχας. Είχε αναψοκοκκινήσει αλλά πρόλαβα να διακρίνω την αίσθηση απέχθειας προς εμένα και την παρέα μου καθώς μας πέταγε στο καλάθι των αχρήστων. Μύριζε εκεί μέσα και η αλήθεια ήταν ότι τρόμαξα προς στιγμή ότι τελείωσε η διαδρομή μου. Μετά από δύο ώρες όμως έσκυβε πάνω από τα σκουπίδια και με περιμάζεψε. Νομίζω ότι αν δεν ήμουν δίπλα στα τσιγάρα του θα είχα καταλήξει στη χωματερή. Άναψα ένα τσιγάρο και αμέσως μετά έφυγε εσπευσμένα από τη δουλειά του, Δεν καταλάβαινα προς τι η τόση βιασύνη? Δεν έβλεπα κιόλας στην τσέπη του γαρ. Μόλις φτάσαμε στο νοσοκομείο είδα ότι οι κινήσεις του είχαν γίνει σπασμωδικές και ασυντόνιστες. Αναζήτησε κάποιο γιατρό και μετά από μισή ώρα αναπαυόμουν μέσα στο παντελόνι του πάνω σε μια καρέκλα.

Πρέπει να είχε ξημερώσει όταν κάποιος με έβγαλε από το παντελόνι και κρατώντας με σφιχτά – και τρέμοντας ίσως? –  με κουβάλησε μέχρι το προαύλιο του νοσοκομείου. Όταν βγήκα στο φως αντίκρισα πολλές γνώριμες φάτσες: ήταν εκεί η Λίλα, ο Ανδρέας, η Λενιώ, οι δυο φίλες της, ο πατέρας του Αντωνάκη, ο Αντωνάκης… Μονάχα ο Κωστής, αυτός που με αγόρασε έλειπε για να έχω μαζεμένους όλους τους χρήστες  μου!

«Δυστυχώς ο πατέρας σας πέθανε», είπε ο κύριος με την άσπρη μπλούζα στη Λίλα.
Μα που είναι ο Κωστής, σκέφτηκα…

«Οξύ καρδιακό επεισόδιο», συνέχισε ο γιατρός και η Λίλα πλάνταξε στο κλάμα.
Δεν μπορεί. Κάπου εδώ θα είναι κι οΚωστής. Όλοι είναι μαζεμένοι, μονολόγησα… 

«Λυπάμαι βαθύτατα!»
Τότε πρόσεξα το ταμπελάκι στη στολή του γιατρού: «Κωστής Ευθυμίου, καρδιολόγος»





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου