Κυριακή 20 Μαΐου 2012

Σημαντικότερα Πράγματα

Σχεδόν μεγαλώσαμε μαζί. Όλες τις φουρτούνες τις περάσαμε ο ένας δίπλα στον άλλον. Εκείνος ήταν ψηλός και αδύνατος, σχεδόν καχεκτικός κι εγώ κοντος και γεροδεμένος. Με είχε υπό την προστασία του, όντας παλαιότερος. Μέσα στο καράβι αυτό παίζει σημαντικό ρόλο.
Εκείνος ήταν σπουδαγμένος σε μια σχολή  μηχανικών, εγώ ένα παιδαρέλι ακόμα που δεν είχα άλλη λύση από το να μπαρκάρω για να βγάλω τα προς το «ζειν». Ανά μήνα περίπου πιάναμε και διαφορετικό λιμάνι αλλά τα περισσότερα ταξίδια τα κάναμε με το μυαλό μας. Πιάναμε Ρίο στη Βραζιλία και μου έλεγε ιστορίες για τους ιθαγενείς, πηγαίναμε Λίβερπουλ και μου μίλαγε για ναυπηγική, ταξιδεύαμε προς Νίγηρα και μου ανέλυε για την εκμετάλλευση των αφρικανικών λαών από τους δυτικούς, λάδωνε τις μηχανές για Ιαπωνία και ξεκινούσε συζητήσεις περί πολιτισμικών διαφορών. Πάντα με άκουγε και προσπαθούσε να απαντήσει στα – χαζά? – ερωτήματά μου. Υπήρξε κάτι σαν πατέρας για εμένα. Είκοσι χρόνια ήταν αυτά άλλωστε…
Στο τελευταίο ταξίδι μας μου είχε πει: «Αγορίνα, εγώ δεν θα ξαναμπαρκάρω μαζί σου», έτσι με αποκαλούσε όταν ήθελε να μου πει κάτι προστατεύοντας με. «Και γιατί παρακαλώ?», αποκρίθηκα με βλέμμα απορίας. «Ο Κύριος μου έχει αναθέσει μια τελευταία αποστολή», απάντησε με σοβαρό ύφος.
«Σε έπιασαν πάλι τα υπαρξιακά σου?»
«Έχω μια τελευταία αποστολή να φέρω εις πέρας. Θα μεγαλώσεις και θα καταλάβεις ότι τα πάντα στη ζωή καταλήγουν εκεί»
Έφυγα τσαντισμένος από την καμπίνα του, σχεδόν βουρκωμένος. Δεν καταλάβαινα τι ακριβώς ήθελε να μου πει ή καλύτερα δεν ήθελα να το πιστέψω. «Άλλο πάλι και τούτο!», φώναξα. Έκανα να του μιλήσω εικοσιδύο μέρες, το περισσότερο από ποτέ, αλλά δεν το χώραγε ο νους μου. Θα έκανε κάποια τρέλα? Είχε κάποιο προαίσθημα? Ξαναμιλήσαμε όταν κατεβήκαμε για δύο ώρες σε κάποιο λιμάνι – ούτε που με ενδιέφερε που ήμασταν!
«Αγορίνα δε με ρώτησες ποτέ τι συνέβη και σου είπα όλα αυτά τις προάλλες», άνοιξε συζήτηση.
«Αν ήθελες θα μου έλεγες…», απάντησε ο προδωμένος.
«Ξέρεις… Κατά τη διάρκεια της απουσίας μου στο προηγούμενο ταξίδι ο πατέρας μου πέθανε και…»
«Μην πεις τίποτα άλλο. Συλληπητήρια και να με συγχωρείς», τον διέκοψα. Δεν ήθελα να τον φέρω σε δύσκολη θέση. Αυτές είναι προσωπικές αποφάσεις και δεν θέλω να παρεμβαίνω.
Οι υπόλοιπες μέρες κυλησαν όπως σε κάθε μας ταξίδι, αν και πια το είχα χωνέψει ότι αυτό θα ήταν και το τελευταίο μας. Κάθε μέρα φοβόμουνα ότι κάτι θα του συμβεί και πολλές φορές – αλήθεια! – κοντοστεκόμουνα έξω από την καμπίνα του για να προλάβω το κακό.
Το επόμενο πρωί πιάσαμε Πειραιά. Μόλις άνοιξα τα μάτια μου ένιωσα μια βαθιά ανακούφιση και μια… «Χριστέ μου! Που να είναι?». Πετάχτηκα από την κουκέτα μου και ημίγυμνος σχεδόν έτρεξα προς την έξοδο…
Τον είδα από μακριά και τον πρόλαβα την ώρα που άνοιγε τα χέρια του και έπεφτε στην… αγκαλιά της γυναίκας του?
«Στο είπα ότι υπάρχουν σημαντικότερα πράγματα», μου είπε
«Δε, δεν το, φαντάστηκα…», τραύλιζα
«Αγορίνα! Έλα να σου γνωρίσω τον αγαπημένο συνάδελφο του μπαμπά»

Ένας κατάξανθος πιτσιρίκος πλησίασε και μου έτεινε το χέρι. Ήταν δεν ήταν δώδεκα χρονών.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου